- χαλινός
- ο1) прям. , перен. узда;
δαγκώνω το χαλινό — закусить удила;
2) πλ. бразды правления;-о-
απέπτυσε πάντα χαλινόν — он распоясался, потерял всякий стыд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δαγκώνω το χαλινό — закусить удила;
-о-
απέπτυσε πάντα χαλινόν — он распоясался, потерял всякий стыдΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… … Dictionary of Greek
χαλινός — χαλῑνός , χαλινός bit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλινός — ο 1. το σύνολο της σκευής που εφαρμόζεται στο κεφάλι του αλόγου. 2. ειδικά, το μετάλλινο εξάρτημα της παραπάνω σκευής που τοποθετείται στο στόμα του αλόγου. 3. καθετί που συγκρατεί, περιορίζει ορμή, θυμό κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste griechischer Phrasen/Psi — Psi Inhaltsverzeichnis 1 ψαλμὸς τῷ Δαυιδ 2 ψηλαφεῖν ἐν τῷ σκότῳ … Deutsch Wikipedia
μονοχάλινος — μονοχάλινος, ον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χαλινός (πρβλ. αργυρο χάλινος, χρυσο χάλινος)] … Dictionary of Greek
χρυσοχάλινος — ον, Α αυτός που έχει χρυσά ή χρυσοστόλιστα χαλινάρια (α. «ἅρμα χρυσοχάλινον», ΠΔ β. «ἵππον... χρυσοχάλινον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χάλινος (< χαλινός), πρβλ. ἀργυρο χάλινος] … Dictionary of Greek
σχοινοχάλινος — ον, Α (για άλογο) αυτός που έχει χαλινό από πλεγμένο σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῑνος + χαλινός (πρβλ. ἀργυρο χάλινος)] … Dictionary of Greek
χαλινάρι — το / χαλινάριον, ΝΜΑ ο χαλινός νεοελλ. μτφ. μέσο συγκράτησης, αναχαίτισης, περιορισμού (α. «το χει παρακάνει, χρειάζεται χαλινάρι» β. «πρέπει να βάλεις χαλινάρι στη γλώσσα σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. θηκ άρι(ον)] … Dictionary of Greek
узда — обуздать, укр., блр. вузда, др. русск. узда, ст. слав. оузда χαλινός (Супр.), болг. юзда, узда, сербохорв. у̀зда, словен. uzda, чеш., слвц., польск. uzda, в. луж. wuzda, н. луж. huzda, полаб. väuzdа узда . Праслав. *uzdа аналогично по образованию … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Chalinítis — CHALINÍTIS, ĭdos, Gr. Χαλινίτις, ιδος, ein Beynamen der Minerva, unter welchem sie ihren besondern Tempel zu Korinth hatte, und deshalben hieselbst verehret wurde, weil sie ehemals dem Pegasus den Zaum angeleget, und also dem Bellerophon verehret … Gründliches mythologisches Lexikon